ΠΑΓΚΥΠΡΙΑ ΣΧΟΛΗ ΓΟΝΕΩΝ
Η ανάγκη για τη δημιουργία ενός οργανισμού που ν’ αποβλέπει στη διαφώτιση και εκπαίδευση των γονιών για μια καλύτερη και πιο πετυχημένη εκπλήρωση του ρόλου τους, εντάσσεται μέσα στο γενικό πνεύμα αναδημιουργίας και προσφοράς που αναπτύχθηκε αμέσως μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η προετοιμασία των γονιών, όμως, αρχικά δεν έχει ευαισθητοποιήσει ακόμα το σύνολο των αρμοδίων, παρόλο που η συμβολή τους στη δημιουργία του νέου κοινωνικού μέλους, αναγνωρίζεται απ’ όλους ως πρωταρχικής και καθοριστικής σημασίας και αφήνεται ο γονιός να εκτελέσει το σοβαρό έργο του μόνο με την καθοδήγηση του έμφυτου φίλτρου και της παράδοσης.
Αυτή η ανάγκη είναι που διαπιστώθηκε κι αυτό το κενό είναι που ήρθε να πληρώσει με την ίδρυση της η Παγκύπρια Σχολή Γονέων.
Η διαδικασία για την ίδρυση της Σχολής άρχισε την 1η του Φλεβάρη του 1968, σε κοινή συνεδρία των διοικητικών συμβουλίων του Ομίλου Παιδαγωγικών Ερευνών και της Εταιρείας Ψυχικής Υγιεινής.
Πριν, όμως, καταλήξει σε αυτή την τελική πράξη, προηγήθηκε μια άλλη, πολύ πιο περιορισμένη σε έκταση, αλλά δυναμική κίνηση. Η πρώτη δημόσια αναφορά για την αναγκαιότητα λειτουργίας κάποιου είδους ιδρύματος, που θα μεριμνούσε για την παροχή βοήθειας και διαφώτισης στον πρώτο παιδαγωγό του νέου ανθρώπου, το γονιό, έγινε στις 18 Φεβρουαρίου 1962, σε εκδήλωση που οργανώθηκε από το Σύνδεσμο Γονέων των Δημοτικών Σχολείων Μόρφου, με την ευκαιρία της Γιορτής της Μητέρας, με ομιλητή τον Ανδρέα Χριστοδουλίδη, στην οποία και έγινε εισήγηση για την ίδρυση μιας «Σχολής Μητέρων», θέμα που το συζήτησε προηγουμένως με το ζεύγος Χρήστου και Ευγενίας Πετρώνδα που μόλις γύρισαν από τις σπουδές τους στη Γαλλία, όπου η επιμόρ φωση των γονιών βρισκόταν σε αρκετά ενδιαφέροντα επίπεδα και προτεραιότητες.
Εννιά μήνες αργότερα ιδρύθηκε και εγκαινιάστηκε στις 24 Νοεμβρίου 1962 το «Κέντρο Βοηθείας και Διαφωτίσεως Γονέων», που μόλις το 1965 κατόρθωσε να οργανώσει και να εφαρμόσει μια ολοκληρωμένη σειρά μαθημάτων σχετικά με την ανατροφή και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών.
Η προσπάθεια προσέλαβε πιο συστηματική και οργανωμένη μορφή, όταν το Φλεβάρη του 1968, συνήλθαν σε κοινή συνεδρία τα Διοικητικά Συμβούλια του Ομίλου Παιδαγωγικών Ερευνών και της Εταιρείας Ψυχικής Υγιεινής και αποφάσισαν να συνεργαστούν για την ίδρυση της «Παγκύπριας Σχολής Γονέων».
Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο απαρτίστηκε από τους Ανδρέα Χριστοδουλίδη (Πρόεδρο), Ανδρέα Δρυμιώτη (Αντιπρόεδρο), Χρήστο Πετρώνδα (Γραμματέα), Νίκο Παπαξενοφώντος (Ταμία) και Μιχαλάκη Μαραθεύτη και Τάκη Κονή (Μέλη).
Πρώτος Διευθυντής της Σχολής διορίστηκε ο εκπαιδευτικός Παναγιώτης Λογγίνος και λίγο αργότερα ο Χρήστος Πετρώνδας.
Η Σχολή άρχισε τη λειτουργία της στις 3 Δεκεμβρίου 1968, με πρώτο κέντρο διεξαγωγής των μαθημάτων το Δημοτικό Σχολείο «Ελένειο».
Σημαντική εξέλιξη στα μέσα επικοινωνίας της Σχολής με τους γονείς ήταν και η εξασφάλιση εντύπου για δημοσίευση και κωδικοποίηση, κατά κάποιο τρόπο, των μηνυμάτων της προς τους γονείς. Έτσι, νωρίς το 1970, η Σχολή έστειλε προσκλήσεις προς διάφορους παράγοντες, με σκοπό την ανταλλαγή απόψεων γύρω από το θέμα της έκδοσης ενός παιδαγωγικού περιοδικού. Πριν πραγματοποιηθεί η σχετική συνάντηση, είδε το φως το πρώτο τεύχος του περιοδικού «Οικογένεια και Σχολείο», που εξέδωσε η Συνομοσπονδία Συνδέσμων Γονέων και Κηδεμόνων. Η Διοικούσα Επιτροπή της Σχολής χαιρέτισε την έκδοση με ενθουσιασμό και αφού εγκατέλειψε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, υποστήριξε και ουσιαστικά υιοθέτησε το νέο περιοδικό αμέσως και σύντομα ανέλαβε το κύριο μέρος της εκδοτικής ευθύνης. Μέχρι το 1986, ανέλαβε όχι μόνο την εκδοτική, αλλά και την οικονομική του διαχείριση, μετατρέποντάς το έτσι σε επίσημο εκφραστικό της όργανο.
Στην εκτέλεση του έργου της, η Σχολή επεδίωξε από την αρχή της ίδρυσής της, τη συνεργασία, εκτός από τον Όμιλο Παιδαγωγικών Ερευνών και την Εταιρεία Ψυχικής Υγείας που τη δημιούργησαν και άλλων οργανώσεων και σωματείων, που έχουν ως αντικείμενο των δραστηριοτήτων τους το Παιδί. Τέτοιες οργανώσεις είναι οι Σύνδεσμοι, οι Ομοσπονδίες και οι Συνομοσπονδίες Γονέων, οι Εκπαιδευτικές Οργανώσεις, ο Σύνδεσμος Οικογενειακού Προγραμματισμού, ο Σύνδεσμος Ψυχολόγων Κύπρου, ο Σύνδεσμος Κοινωνιολόγων και Κοινωνικών Λειτουργών, η Εθνική Επιτροπή Κύπρου για το Διεθνές Έτος Παιδιού, ο Παγκύπριος Σύνδεσμος για το Παιδί, η Επιτροπή Προστασίας και Ευημερίας του Παιδιού και άλλες.
Επίσης, η Σχολή επεδίωξε και πέτυχε την ένταξη της, από το 1972, στην Παγκόσμια Ομοσπονδία Σχολών Γονέων, που εδρεύει στο Παρίσι. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε, η Σχολή κατάφερε να αντιπροσωπευθεί σε δύο συνέδρια, στο Παρίσι και στο Ρέθυμνο Κρήτης. Αντιπροσωπεύθηκε επίσης, και στο Α΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Σχολών Γονέων, που έγινε στην Αθήνα τον Οκτώβρη του 1984.
Σήμερα η Σχολή είναι ανενεργό μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Σχολών Γονέων.
Η κεντρική Διοικούσα Επιτροπή διατηρήθηκε ως εξαμελές σώμα, όπως αρχικά συστάθηκε, μέχρι το 1983, οπότε προστέθηκαν και εκπρόσωποι των Συνομοσπονδιών Γονέων, της Οργάνωσης Επιθεωρητών, της ΠΟΕΔ, της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και του Συνδέσμου Οικογενειακού Προγραμματισμού.
Με την εγγραφή της Σχολής σύμφωνα με τον Περί Σωματείων Νόμο που ολοκληρώθηκε στις 17 Απριλίου 1985, το Συμβούλιο, σύμφωνα με το Καταστατικό, γίνεται 11μελές και σ΄ αυτό εκπροσωπούνται ο Όμιλος Παιδαγωγικών Ερευνών, η Εταιρεία Ψυχικής Υγιεινής, η ΠΟΕΔ, οι Συνομοσπονδίες Συνδέσμων Γονέων Δημοτικής και Μέσης Εκπαίδευσης, η Οργάνωση Επιθεωρητών Δημοτικής Εκπαίδευσης, η ΠΑΚ και ο Σύνδεσμος Οικογενειακού Προγραμματισμού.
Όταν η Σχολή πρωτάρχισε τη λειτουργία της, οι μόνοι οικονομικοί πόροι που διέθετε ήταν μια μικρή ετήσια χορηγία από τις ιδρυτικές οργανώσεις. Το Υπουργείο Παιδείας γρήγορα αντιλήφθηκε τη σπουδαιότητα και τη σοβαρότητα του έργου που αναλάμβανε η Σχολή και που στην πραγματικότητα έπρεπε να αναλαμβανόταν από το ίδιο, γι’ αυτό και δεν άργησε να αρχίσει να επιχορηγεί τη Σχολή, με μικρά ποσά στην αρχή, αλλά με σταδιακή αύξηση, που επέτρεπαν στη Σχολή να μειώνει συνεχώς την οικονομική επιβάρυνση των γονιών ή των Συνδέσμων τους.
Η οικονομική επιχορήγηση της Σχολής από το Υπουργείο Παιδείας, μπορούσε να καλύπτει σχεδόν το 50% των ετήσιων δαπανών της Σχολής. Τα ελλείμματα, από το 1979, άρχισαν να καλύπτονται από τη γενναιόδωρη ετήσια εισφορά της Εκδοτικής Επιτροπής του περιοδικού «Οικογένεια και Σχολείο».
Αργότερα, όμως, στη δεκαετία του 1990 – 2000 ήρθαν χρόνια δύσκολα. Οργανωτικά, διοικητικά αλλά προ πάντων οικονομικά και η Σχολή κινδύνευε άμεσα να καταρρεύσει και να διαλυθεί. Σε Γενική Συνέλευση των μελών αποφασίστηκε η τροποποίηση του καταστατικού παραχωρώντας την προεδρία μόνιμα στον εκάστοτε πρόεδρο της ΠΟΕΔ, γιατί κανένας από τους εταίρους δεν αναλάμβανε το βάρος της ευθύνης. Με πρωτοβουλία της ΠΟΕΔ, το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Δασκάλων διέγραψε το χρέος της Σχολής που προήλθε από συσσωρευμένα ενοίκια και η ίδια ανέλαβε τη δωρεάν στέγασή της. Η ενέργεια αυτή της ΠΟΕΔ ήταν ανάσα για ένα νέο ξεκίνημα. Από τότε η προσπάθεια των εκάστοτε Διοικητικών Συμβουλίων ήταν να ισοζυγίζουν τα έσοδα με τα έξοδα και τις δραστηριότητες της Σχολής. Οι οικονομικές, κυρίως, δυσκολίες άρχισαν να παρουσιάζονται και πάλι, γιατί οι υποσχέσεις που η Σχολή δέχτηκε τόσο από το Υπουργείο Παιδείας όσο και από αλλού, για οικονομική ενίσχυση της, τελικά δεν υλοποιήθηκαν. Παράλληλα αυξήθηκαν τα έξοδα, λόγω της εκδοτικής αναβάθμισης του περιοδικού, της αύξησης του προσφερόμενου ποσού προς τους εισηγητές, καθώς και της αύξησης του αριθμού των διαλέξεων.
Σημαντική, αλλά και σημαδιακή, ήταν και η προσπάθεια που καταβλήθηκε το 2005, για αναβάθμιση και αναδιάρθρωση της Σχολής και τροποποίηση του καταστατικού της. Οι σχεδιασμοί για αναβάθμιση τόσο της λειτουργίας όσο και του ρόλου της Σχολής, υποβλήθηκαν ως εισήγηση προς το Υπουργείο Παιδείας, αφού προηγουμένως εγκρίθηκε ομόφωνα από το Διοικητικό Συμβούλιο της Σχολής.
Με λίγα λόγια η πρόταση, ανέφερε ότι πρέπει:
- Να δοθεί ιδιαίτερη σημασία έτσι που η ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της Σχολής να κατανέμεται στους γονείς των μαθητών όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, από το Νηπιαγωγείο μέχρι και το Λύκειο και σ΄ όλες τις περιοχές της Κύπρου.
- Να γίνει προσπάθεια για περαιτέρω αύξηση της κυκλοφορίας του περιοδικού της Σχολής «Οικογένεια και Σχολείο» και να καταστεί σύνδεσμος του σχολείου με το κάθε σπίτι και έτσι να ελαχιστοποιηθούν οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γονείς με τα παιδιά τους κατά τη διαδικασία της μαθησιακής πράξης.
- Η οργανωτική δομή του εκπαιδευτικού προγράμματος της Σχολής προδιαγράφεται με την πραγματοποίηση συνεδρίων, διαλέξεων, συζητήσεων και βιωματικών εργαστηρίων σε γονείς μαθητών σχολείων κοινοτήτων της υπαίθρου και των πόλεων, σε γονείς μαθητών μεγαλύτερων περιφερειών με περισσότερα σχολεία, καθώς και σεμινάρια εκπαίδευσης στελεχών.
- Ομιλητές – εισηγητές της Σχολής είναι δυνατόν να είναι: Επιθεωρητές Δημοτικής και Μέσης Εκπαίδευσης, Εκπαιδευτικοί Ψυχολόγοι, Γιατροί, Καθηγητές από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Προσοντούχοι καθηγητές από τα Ιδιωτικά Κολέγια, Ειδικοί από το Δημόσιο και τον Ιδιωτικό Τομέα και Καθηγητές από το Πανεπιστήμιο Κύπρου και άλλα Πανεπιστήμια.
- Τα θέματα των διαλέξεων πρέπει να καλύπτουν την ανατροφή, τη διαπαιδαγώγηση, την αγωγή, την εκπαίδευση, την ψυχολογία, τους παιδικούς και νεανικούς κινδύνους, τη συμπεριφορά, τις διαπροσωπικές σχέσεις παιδιών, γονιών και εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων, από το Νηπιαγωγείο μέχρι και το Λύκειο.
- Για τη σημασία, το ρόλο την αποτελεσματικότητα και το επιτελούμενο έργο της Παγκύπριας Σχολής Γονέων θα μιλήσουν κάποτε οι μελετητές και οι ερευνητές που θα επιχειρήσουν να καταγράψουν την ιστορία και την προσφορά της. Εκείνο που εμείς μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, είναι πως η Σχολή στα πέραν των σαράντα τόσων χρόνων της λειτουργίας της, συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη ενδιαφέροντος ανάμεσα στους γονείς για θέματα αγωγής των παιδιών, που παλιότερα ούτε καν αναγνωρίζονταν ως προβλήματα. Η ανεπιθύμητη συμπεριφορά των παιδιών και τα προβλήματα ή οι δυσκολίες της αγωγής μέσα στο σπίτι που αντικρίζονταν εμπειρικά και λύονταν με τους εύκολους και, κατά τη γνώμη πολλών, αποτελεσματικούς, ή, ακριβέστερα, δραστικούς, παραδοσιακούς τρόπους της επιβολής και εξασφάλι σης τυφλής συμμόρφωσης και υπακοής, με τη βία και τη σωματική τιμωρία, ανήκουν πια στο παρελθόν.
Η Σχολή Γονέων συνέβαλε έτσι που τα τελευταία χρόνια, ολοένα και περισσότεροι γονείς άρχισαν να κατανοούν πως η παιδική συμπεριφορά δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται μόνο με την προσωρινή εξαφάνιση των επιφανειακών συμπτωμάτων. Σήμερα υπάρχει πολύ περισσότερη κατανόηση των πραγματικοτήτων που αντιπροσωπεύει το παιδί και της ανάγκης για σεβασμό της προσωπικότητας και της διαφορετικότητας του κάθε παιδιού.
Ο προβληματισμός και η προσπάθεια για εξασφάλιση μιας φωτισμένης γνώμης για σωστή αντιμετώπιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι γονείς στην προσπάθειά τους για διαπαιδαγώγηση και αγωγή των παιδιών τους, είναι ενδεικτικά της αλλαγής που έχει συντελεστεί.
Η Παγκύπρια Σχολή Γονέων πρέπει να προετοιμάσει τους γονείς, έτσι που να μπορούν αποτελεσματικά να αντιμετωπίσουν τις συνθήκες της σύγχρονης κοινωνικοοικονομικής ζωής στον τόπο μας, όπως αυτές επηρεάζουν τους νέους και την οικογένεια.
Πρέπει να βοηθηθούν οι γονείς να αντιληφθούν ότι οι ιδέες, οι τρόποι ζωής, οι προβληματισμοί, οι πειρασμοί και οι πειραματισμοί δε μας επιτρέπουν να παραμένουμε στο περιθώριο, αλλά παρασύρουν κι εμάς στην πορεία τους, όσο τρελή, αλλοπρόσαλλη και ανασφαλής κι αν είναι.
Ο άνθρωπος, και ιδιαίτερα ο νέος, έχει ανάγκη από ανυστερόβουλους, καλοπροαίρετους και προσιτούς συμπαραστάτες, που να μην επιβάλλουν την παρουσία και τη βοήθεια τους, αλλά να υπάρχουν ως καταφυγή και στήριγμα, σε ώρες δύσκολες, για να μην εγκαταλειφθεί αβοήθητος στις αντιφάσεις και τις αντινομίες της σύγχρονης ζωής.
Ακόμη, οι ανάγκες της υπερκαταναλωτικής κοινωνίας, στην οποία σπρωχτήκαμε και που αυξάνονται με ραγδαίο ρυθμό, έχουν επιβάλει καταστάσεις που επηρεάζουν όχι μόνο την οικογενειακή ζωή, αλλά και τη σωματική, την πνευματική και ψυχική μας κατάσταση. Το αίσθημα της κόπωσης, του άγχους και της έντασης είναι γενικό και η αναζήτηση της ανάπαυσης, της χαλάρωσης και της ηρεμίας, είναι ανάγκη και αίτημα.
Αυτή η ανάγκη επιβάλλει τη συνέχιση της ύπαρξης και την αυξημένη δραστηριοποίηση της Παγκύπριας Σχολής Γονέων, με αναπροσαρμοσμένες τις μεθόδους και τα μέσα που χρησιμοποιεί.
Η Παγκύπρια Σχολή Γονέων αντιπροσωπεύει μια ανιδιοτελή κίνηση κοινωνικής προσφοράς, που κατόρθωσε να επιβάλει την παρουσία της με το έργο της. Ξεκίνησε με ψηλούς σκοπούς και δύσκολους στόχους, τους οποίους υπηρετεί μέχρι και σήμερα πιστά και σταθερά. Η πολιτεία έχει υποχρέωση να τη θερμάνει και να συνεχίσει να την ενισχύει, γιατί στην πραγματικότητα είναι έργο δικό της που προσπαθεί να επιτελέσει.
Οι φορείς – μέλη – της, οφείλουν να κρατηθούν σταθερά στις επάλξεις του ευγενούς αγώνα στον οποίο έχουν αποδυθεί, μακριά από ατομικές φιλοδοξίες, εσωστρέφειες, άσκοπες αντιπαλότητες, βέβαιοι ότι οι κοινοί αγώνες τους για επιμόρφωση των γονιών θα φέρουν αποτελέσματα που σίγουρα θα είναι θετικά και προς όφελος των παιδιών και της κοινωνίας μας.